We go on today with the second category of verbs. Those accented on the last syllable, αγαπώ, τραγουδώ, γελώ, etc. The ending now is –ούσα, αγαπούσα, τραγουδούσα, γελούσα. But listen first to our dialog.
Μάθημα εβδομήντα έξι
Εβδομηκοστό έκτο μάθημα
| ολόκληρος (η, ο) | whole |
| δηλαδή | that is |
| το καρπούζι | water melon |
| το πεπόνι | melon |
| το σταφύλι | grape |
| ο άμμος | sand |
| ο γνωστός | acquaintance |
| ο άγνωστος | stranger |
| τα χαρτιά | cards |
| ενώ | while |
| κολυμπώ | swim |
| ξαπλώνω | lie down |
| περνώ | I take / i pass |
| περνούσα | I used to take / I’d (always, usually) take / I (usually, always) took |
| πεινώ | I’m hungry |
| διψώ | be thirsty |
| αγαπώ | I love |
| γελώ | laugh |
| χαμογελώ | smile |
| βοηθώ | I help |
| χτυπώ | knock |
| αργώ | be late |
| οδηγώ | drive |
| κρατώ | hold |
| προσκαλώ | invite |
| ξεκινώ | start out / start off |
| παρακαλώ | ask / beg / thank |
| πονώ | hurt / feel pain |
Aren Bron notes
Ν. In the previous lesson, we talked about the use of the past continuous tense.
E. Έβρεχε όταν ξεκινήσαμε.
A. Όταν τους είδα, δούλευαν στον κήπο τους.
E. Σαν πήγαινα σπίτι, συνάντησα τον αδερφό σου.
A. Έβγαζα το σακάκι μου για να βγω έξω, όταν μου τηλεφώνησες.
E. Την ώρα που με φώναξες, κουβέντιαζα με μια φίλη μου.
* * *
N. We go on today with the second category of verbs. Those accented on the last syllable, αγαπώ, τραγουδώ, γελώ, etc. The ending now is –ούσα, αγαπούσα, τραγουδούσα, γελούσα. But listen first to our dialog.
Andreas spent a quiet week in a little house by the seaside.
E. Πώς πέρασες μια ολόκληρη βδομάδα σ’ εκείνο το ήσυχο σπιτάκι κοντά στη θάλασσα;
Α. Ήσυχα και όμορφα.
Ε. Τι έκανες όλη μέρα μόνος σου; Πώς περνούσες τον καιρό σου;
Α. Δεν έκανα τίποτα – δηλαδή, δεν δούλευα. Διάβαζα λίγο, έπαιζα χαρτιά, περπατούσα, κολυμπούσα πολύ, κάποτε τραγουδούσα. Έτσι περνούσα.
Ε. Τι ώρα ξυπνούσες το πρωί;
Α. Συνήθως ξυπνούσα πρωί, στις έξι, και πήγαινα περίπατο. Περπατούσα περίπου μισή ώρα πριν από το πρόγευμα.
Ε. Ποιος σου ετοίμαζε το πρόγευμα σου;
Α. Δεν ετοίμαζα πρόγευμα. Έτρωγα φρούτα – καρπούζι, πεπόνι ή σταφύλι. Στις δέκα έπινα ένα καφέ.
Ε. Πότε κατέβαινες στη θάλασσα;
Α. Μετά τις δέκα. Κολυμπούσα για καμιά ώρα (for about an hour), και μετά ξάπλωνα στην άμμο ως το μεσημέρι. Πεινούσα πολύ το μεσημέρι.
Ε. Πού έτρωγες; Μη μου πεις πως ετοίμαζες εσύ το γεύμα σου;
Α. Πήγαινα σ’ ένα εστιατόριο δυο μίλια μακριά. Συναντούσα φίλους και γνωστούς μου εκεί συνήθως και έμενα αρκετή ώρα. Κουβεντιάζαμε ή παίζαμε χαρτιά. Γύριζα στο σπιτάκι μου στις τρεις και πλάγιαζα για δυο ώρες. Κατέβαινα πάλι στη θάλασσα για κολύμπι στις πέντε.
Ε. Και μετά;
Α. Μια-δυο φορές πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο. Τις άλλες νύχτες έμενα σπίτι και έβλεπα τηλεόραση ή διάβαζα κάτι. Εσύ, πώς πέρασες τη βδομάδα σου;
Ε. Ως συνήθως, από το γραφείο στο σπίτι. Ενώ εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς εδώ δουλεύαμε, αλλά θα έχω και εγώ σύντομα τις διακοπές μου.
* * *
N. You heard quite a few new words in the dialog. Andreas spent a whole week at the little house, μια ολόκληρη βδομάδα. Ολόκληρος, whole. Ολόκληρος, ολόκληρη, ολόκληρο.
Ε. Πώς πέρασες μια ολόκληρη βδομάδα κοντά στη θάλασσα;
Ν. Andreas did not do anything. He did not work, that is. Δηλαδή, that is.
Α. Δεν έκανα τίποτα, δεν δούλευα, δηλαδή.
Ν. He had fruit for breakfast. Καρπούζι, πεπόνι, σταφύλι. Το καρπούζι, the watermelon. Το πεπόνι, the melon. Το σταφύλι, the grapes.
Α. Έτρωγα φρούτα – καρπούζι, πεπόνι ή σταφύλι.
Ν. He used to go down to the sea at ten to swim for an hour, and then lie down. Κολυμπώ, I swim. Ξαπλώνω, I lie down.
He lay on the sand, στην άμμο. H άμμος, the sand.
A. Κολυμπούσα για καμιά ώρα, και μετά ξάπλωνα στην άμμο.
N. He had lunch at a restaurant two miles away. He met friends and people he knew, there. O γνωστός, the acquaintance. It is derived from the verb γνωρίζω. Ο γνωστός, η γνωστή, το γνωστό. The opposite is άγνωστος, the stranger.
He played cards with them. Παίζω χαρτιά, I play cards.
Α. Συναντούσα φίλους και γνωστούς εκεί συνήθως. Κουβεντιάζαμε ή παίζαμε χαρτιά.
Ν. Andreas used to get up early in the morning. He said:
A. Ξυπνούσα πρωί.
N. This is an idiomatic use of the word πρωί, meaning early in the morning. Πολύ πρωί, or πρωί-πρωί means very early in the morning.
E. Ξύπνησα πολύ πρωί για να δω την ανατολή του ήλιου.
* * *
N. Here are other sentences with the new words. Σας παρακαλώ, ακούτε και επαναλαμβάνετε.
E. Σας περίμενα τρεις ολόκληρες ώρες.
A. Μετά το φαγητό ξαπλώσαμε κάτω από τα δέντρα.
E. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος είναι η εποχή των καρπουζιών και των πεπονιών.
A. Προτιμώ το σταφύλι από όλα τα φρούτα.
E. Κολυμπήσαμε πριν από το φαγητό.
Μετά καθίσαμε στην άμμο.
A. Είναι γνωστό το όνομά του στην πόλη μας.
E. Ένας άγνωστος ήρθε και κάθισε πλάι μου.
A. Παίξαμε χαρτιά για να περάσει η ώρα.
* * *
N. Thank you, listeners. So the past continuous ending for verbs accented on the last syllable is –ούσα.
Ε. Περνούσα, περνούσες, περνούσε, περνούσαμε, περνούσατε, περνούσαν, ή περνούσανε
Ν. Let us go over some of the verbs we know, turning them from the present tense to the past continuous.
Α. Πεινώ.
Ε. Πεινούσα.
Α. Διψώ.
Ε. Διψούσα.
Α. Αγαπώ.
Ε. Αγαπούσα.
Α. Γελώ.
Ε. Γελούσα.
Α. Χαμογελώ.
Ε. Χαμογελούσα.
Ν. Join in the exercise, please, listeners. You give the past continuous form.
Α. Βοηθώ.
Ε. Βοηθούσα.
Α. Χτυπώ.
Ε. Χτυπούσα.
Α. Αργώ.
Ε. Αργούσα.
Α. Οδηγώ.
Ε. Οδηγούσα.
Α. Κρατώ.
Ε. Κρατούσα.
Α. Προσκαλώ.
Ε. Προσκαλούσα.
Α. Ξεκινώ.
Ε. Ξεκινούσα.
Α. Παρακαλώ.
Ε. Παρακαλούσα.
Α. Πονώ.
Ε. Πονούσα.
* * *
N. Thank you. In the previous lesson, we used the past continuous in patterns showing a momentary action, occurring during a continuing action. We used όταν for the short action.
E. Όταν με είδες, ξεκινούσα για τη θάλασσα.
N. And την ώρα που.
Α. Την ώρα που ήρθες, τηλεφωνούσα στο σπίτι σου.
Ν. And with the word σαν, while.
E. Σαν μιλούσαμε, ακούσαμε ένα θόρυβο.
N. There is another word for while you heard in today’s dialog: ενώ.
E. Ενώ μιλούσαμε, ακούσαμε ένα θόρυβο.
A. Ενώ διαβάζαμε τα νέα στην εφημερίδα, μπήκε μέσα ο διευθυντής.
* * *
N. You heard a different pattern today, we used the past continuous tense today to express two continuous actions happening for the same period of time. While you were lying on the sand, we were working.
E. Ενώ εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς εδώ δουλεύαμε.
N. We can substitute όταν, or την ώρα που for ενώ.
Ε. Όταν εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς εδώ δουλεύαμε.
Την ώρα που εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς δουλεύαμε.
Ν. Here are more examples. Ακούτε και επαναλαμβάνετε.
A. Όταν εγώ ξεκινούσα, εσύ γύριζες.
E. Την ώρα που εμείς δουλεύαμε, αυτός έπαιζε.
A. Ενώ εγώ πονούσα, αυτός γελούσε.
E. Όταν εσύ άρχιζες, εγώ τέλειωνα.
A. Ενώ ο δάσκαλος δίδασκε, οι μαθητές κουβέντιαζαν.
* * *
N. Σας ευχαριστώ. There is an important difference between Greek and English in the use of the past simple and past continuous tenses that I must point out. When an action happened regularly or repeatedly in the past, we use the past continuous tense, not the past simple as in English.
E. Πηγαίναμε στη θάλασσα κάθε μέρα το περασμένο καλοκαίρι.
N. We went to the sea every day last summer. In the dialog, Andreas talks of actions that happened regularly in the past. So he uses the past continuous throughout.
A. Ξυπνούσα πρωί και πήγαινα περίπατο.
Κατέβαινα στη θάλασσα στις δέκα.
Συναντούσα γνωστούς και φίλου και έπαιζα μαζί τους χαρτιά.
* * *
Ν. Τώρα, αγαπητοί ακροατές, ακούστε προσεχτικά τον διάλογο ακόμα μια φορά.
E. Πώς πέρασες μια ολόκληρη βδομάδα σ’ εκείνο το ήσυχο σπιτάκι κοντά στη θάλασσα;
Α. Ήσυχα και όμορφα.
Ε. Τι έκανες όλη μέρα μόνος σου; Πώς περνούσες τον καιρό σου;
Α. Δεν έκανα τίποτα – δηλαδή, δεν δούλευα. Διάβαζα λίγο, έπαιζα χαρτιά, περπατούσα, κολυμπούσα πολύ, κάποτε τραγουδούσα. Έτσι περνούσα.
Ε. Τι ώρα ξυπνούσες το πρωί;
Α. Συνήθως ξυπνούσα πρωί, στις έξι, και πήγαινα περίπατο. Περπατούσα περίπου μισή ώρα πριν από το πρόγευμα.
Ε. Ποιος σου ετοίμαζε το πρόγευμα σου;
Α. Δεν ετοίμαζα πρόγευμα. Έτρωγα φρούτα – καρπούζι, πεπόνι ή σταφύλι. Στις δέκα έπινα ένα καφέ.
Ε. Πότε κατέβαινες στη θάλασσα;
Α. Μετά τις δέκα. Κολυμπούσα για καμιά ώρα (for about an hour), και μετά ξάπλωνα στην άμμο ως το μεσημέρι. Πεινούσα πολύ το μεσημέρι.
Ε. Πού έτρωγες; Μη μου πεις πως ετοίμαζες εσύ το γεύμα σου;
Α. Πήγαινα σ’ ένα εστιατόριο δυο μίλια μακριά. Συναντούσα φίλους και γνωστούς μου εκεί συνήθως και έμενα αρκετή ώρα. Κουβεντιάζαμε ή παίζαμε χαρτιά. Γύριζα στο σπιτάκι μου στις τρεις και πλάγιαζα για δυο ώρες. Κατέβαινα πάλι στη θάλασσα για κολύμπι στις πέντε.
Ε. Και μετά;
Α. Μια-δυο φορές πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο. Τις άλλες νύχτες έμενα σπίτι και έβλεπα τηλεόραση ή διάβαζα κάτι. Εσύ, πώς πέρασες τη βδομάδα σου;
Ε. Ως συνήθως, από το γραφείο στο σπίτι. Ενώ εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς δουλεύαμε, αλλά θα έχω και εγώ σύντομα τις διακοπές μου.
Ν. Αυτά για σήμερα, χαιρετε.
Μάθημα εβδομήντα έξι
Εβδομηκοστό έκτο μάθημα
Marshall R. Schwartz notes
[«Greek by Radio» tape for Lesson #76. Tape time = 14:00. File size = 1.75 meg. The contents of this lesson correspond to «Modern Greek» Book Two, Lesson 10, pages 68-74. Most of the dialog is on page 71 in the textbook.]
Έβρεχε όταν ξεκινήσαμε. = It was raining when we started out.
Όταν τους είδα, δούλευαν στον κήπο τους. = When I saw them, they were working in their garden.
Σαν πήγαινα σπίτι, συνάντησα τον αδερφό σου. = As I was going home, I met your brother.
Έβγαζα το σακκάκι μου για να βγω έξω, όταν μου τηλεφώνησες. = I was taking off my jacket to go out when you phoned me.
Την ώρα που με φώναξες, κουβέντιαζα με μιά φίλη μου. = At the moment you called me, I was chatting with a girlfriend of mine.
αγαπώ > αγαπούσα = I love > I used to love, I would (always / usually) love / I loved
τραγουδώ > τραγουδούσα = sang
γελώ > γελούσα = laughed
Διάλογος:
Έλλη: Πως πέρασες μιά ολόκληρη βδομάδα σ’εκείνο το ήσυχο σπιτάκι κοντά στη θάλασσα:
Αντρέας: Ήσυχα και όμορφα.
Ε: Τι έκανες όλη μέρα μόνος σου; Πως περνούσες τον καιρό σου;
Α: Δεν έκανα τίποτα—δηλαδή (that is to say), δεν δούλευα. Διάβαζα λίγο, έπαιζα χαρτιά, περπατούσα, κολυμπούσα πολύ, κάποτε τραγουδούσα. Έτσι περνούσα.
Ε: Τι ώρα ξυπνούσες το πρωί;
Α: Συνήθως ξυπνούσα πρωί, στις έξι, και πήγαινα περίπατο. Περπατούσα περίπου μισή ώρα πριν από το πρόγευμα.
Ε: Ποιός [σου] ετοίμαζε το πρόγευμα σου;
Α: Δεν ετοίμαζα πρόγευμα. Έτρωγα φρούτα—καρπούζι, πεπόνι ή σταφύλι. Στις δέκα έπινα ένα καφέ.
Ε: Πότε κατέβαινες στη θάλασσα;
Α: Μετά τις δέκα. Κολυμπούσα για καμιά ώρα (for about an hour), και μετά ξάπλωνα στην άμμο ως το μεσημέρι. Πεινούσα πολύ το μεσημέρι.
Ε: Που έτρωγες; Μη μου πεις πως ετοίμαζες εσύ το γεύμα σου;
Α: Πήγαινα σ’ένα εστιατόριο δυό μίλια μακρυά. Συναντούσα φίλους και γνωστούς μου εκεί συνήθως και έμενα αρκετή ώρα (and I used to stay a rather long time). Κουβεντιάζαμε ή παίζαμε χαρτιά. Γύριζα στο σπιτάκι μου στις τρεις και πλάγιαζα για δυό ώρες. Κατέβαινα πάλι στη θάλασσα για κολύμπι στις πέντε.
Ε: Και μετά;
Α: Μιά-δυό φορές πήγα σ’ένα ξενοδοχείο. Τις άλλες νύχτες έμενα σπίτι και έβλεπα τηλεόραση ή διάβαζα κάτι. Εσύ, πως πέρασες τη βδομάδα σου;
Ε: Ως συνήθως, από το γραφείο στο σπίτι. Ενώ εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς [εδώ] δουλεύαμε, αλλά θα έχω και γω σύντομα τις διακοπές μου.
μιά ολόκληρη βδομάδα = a whole week / an entire week
ολόκληρος –η –ο = whole / entire
Πως πέρασες μιά ολόκληρη βδομάδα κόντα στη θάλασσα; = How did you spend a whole week by the sea?
δηλαδή = namely / that is to say
Δεν έκανα τίποτα, δεν δούλευα, δηλαδή. = I did nothing, I didn’t work, that is.
το καρπούζι = the watermelon
το πεπόνι = the melon
το σταφύλι / τα σταφύλια = the grapes
Έτρωγα φρούτα—καρπούζι, πεπόνι ή σταφύλι. = I used to eat fruit—watermelon, other melons and grapes.
κολυμπώ = I swim
ξαπλώνω = I lie down
στην άμμο = in the sand
η άμμος / της άμμου / την άμμο = the sand
Κολυμπούσα για καμιά ώρα, και μετά ξάπλωνα στην άμμο. = I would (usually) swim for an hour or so, then afterwards I’d lie down on the sand.
ο γνωστός –η –ο = the acquaintance (known person) / the friend
γνωρίζω = I know / I’m acquainted with
ο άγνωστος = the stranger (unknown person)
παίζω χαρτιά = I play cards
Συναντούσα φίλους και γνωστούς εκεί συνήθως. = Usually I’d meet friends and acquaintances there.
Κουβεντιάζαμε ή παίζαμε χαρτιά. = We used to chat or play cards.
Ξυπνούσα πρωί. = I got up (awoke) early in the morning.
πολύ πρωί / πρωί-πρωί = very early / the first thing in the morning
Ξύπνησα πολύ πρωί για να δω την ανατολή του ήλιου. = I got up very early in the morning so that I could see the sunrise.
Σας παρακαλώ, ακούτε και επαναλαμβάνετε.
Σας περίμενα τρεις ολόκληρες ώρες. = I waited for you three whole hours.
Μετά το φαγητό ξαπλώσαμε κάτω από τα δέντρα. = After the meal we lay down under the trees.
Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος είναι η εποχή των καρπουζιών και των πεπονιών. = July and August are the season of watermelons and other melons.
Προτιμώ το σταφύλι από όλα τα φρούτα. = I prefer grapes to all other fruits.
Κολυμπήσαμε πριν από το φαγητό. = We went swimming before the meal.
Μετά καθήσαμε στην άμμο. = Afterwards we sat down on the sand.
Είναι γνωστό τον ονομά του στην πόλη μας. = His name is known in our town.
Ένας άγνωστος ήρθε και κάθησε πλάι μου. = A stranger came and sat down next to me.
Παίξαμε χαρτιά για να περάσει η ώρα. = We played cards (so as) to pass time.
Past continuous (imperfect) tense of verbs accented on last syllable:
περνώ = I take / I pass
περνούσα = I used to take / I’d (always, usually) take / I (usually, always) took
περνούσες
περνούσε
περνούσαμε
περνούσατε
περνούσαν / περνούσανε
πεινώ > πεινούσα = I’m hungry > I was hungry
διψώ > διψούσα = be thirsty
αγαπώ > αγαπούσα = love
γελώ > γελούσα = laugh
χαμογελώ > χαμογελούσα = smile
βοηθώ > βοηθούσα = I help > I helped
χτυπώ > χτυπούσα = knock
αργώ > αργούσα = be late
οδηγώ > οδηγούσα = drive
κρατώ > κρατούσα = hold
προσκαλώ > προσκαλούσα = invite
ξεκινώ > ξεκινούσα = start out / start off
παρακαλώ > παρακαλούσα = ask / beg / thank
πονώ > πονούσα = hurt / feel pain
Όταν με είδες, ξεκινούσα για τη θάλασσα. = When you saw me, I was starting off to the sea.
Την ώρα που ήρθες, τηλεφωνούσα στο σπίτι σου. = At the time you came, I was phoning your house.
Σαν μιλούσαμε, ακούσαμε ένα θόρυβο. = As we were talking, we heard a noise.
ενώ = while / when / as
Ενώ μιλούσαμε, ακούσαμε ένα θόρυβο. = As we were talking, we heard a noise.
Ενώ διαβάζαμε τα νέα στην εφημερίδα, μπήκε μέσα ο διευθυντής. = While we were reading the news in the paper, the boss walked in.
Ενώ εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς εδώ δουλεύαμε. = While you were lying in the sand, we were working here.
Όταν εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς εδώ δουλεύαμε.
Την ώρα που εσύ ξάπλωνες στην άμμο, εμείς δουλεύαμε.
Ακούτε και επαναλαμβάνετε.
Όταν εγώ ξεκινούσα, εσύ γύριζες. = As I was starting out, you were returning..
Την ώρα που εμείς δουλεύαμε, αυτός έπαιζε. = While we were working, he was playing.
Ενώ εγώ πονούσα, αυτός γελούσε. = While I was hurting, he was laughing.
Όταν εσύ άρχιζες, εγώ τέλειωνα. = While you were starting, I was finishing.
Ενώ ο δάσκαλος δίδασκε, οι μαθητές κουβέντιαζαν. = As the teacher was teaching, the pupils were chatting.
Πηγαίναμε στη θάλασσα κάθε μέρα το περασμένο καλοκαίρι. = W’d go to the sea every day last summer.
Ξυπνούσα πρωί και πήγαινα περίπατο. = I used to get up early in the morning and go for a walk.
Κατέβαινα στη θάλασσα στις δέκα. = I’d always go down to the sea at 10:00.
Συναντούσα γνωστούς και φίλου και έπαιζα μαζί τους χαρτιά. = I used to meet acquaitances and friends and play cards with them.
Τώρα, αγαπητοί ακρόατες, ακούστε προσεκτικά τον διάλογο ακόμα μιά φορά. = Now, dear listeners, listen carefully to the dialog once again.
(The dialog is repeated here.)